- εύζυμος
- εὔζυμος, -ον (ΑΜ)ο καλά ζυμωμένος («εὔζυμός τε καὶ καλῶς ὠπτημένος ὁ ἄρτος»).[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -ζυμος (< ζύμη), πρβλ. ά-ζυμος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὔζυμος — well leavened masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὔζυμον — εὔζυμος well leavened masc/fem acc sg εὔζυμος well leavened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζύμη — η (AM ζύμη) όξινο φύραμα αλευριού το οποίο, όταν αναμιχθεί με μεγάλη μάζα αλευριού και νερού, προκαλεί τη ζύμωσή της, προζύμι, μαγιά νεοελλ. 1. το μίγμα από αλεύρι και νερό, το ζυμάρι 2. μτφ. το ψυχικό φύραμα κάθε ατόμου, η μάζα τών ψυχικών του… … Dictionary of Greek